colonne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
colonne | colonnes |
colonne (fr) θηλυκό
- η κολώνα
- (αρχιτεκτονική) κίονας, στύλος
ενικός | πληθυντικός |
colonne | colonnes |
colonne (fr) θηλυκό