combustible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]combustible (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]combustible (en)
- το καύσιμο
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
combustible | combustibles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]combustible (fr) αρσενικό
- το καύσιμο
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
combustible | combustibles |
combustible (fr) αρσενικό ή θηλυκό