combustible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

combustible (en)

  1. καύσιμος, εύφλεκτος
  2. ευέξαπτος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

combustible (en)

  1. το καύσιμο



      ενικός         πληθυντικός  
combustible combustibles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

combustible (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
combustible combustibles

combustible (fr) αρσενικό ή θηλυκό