come to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | come to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes to |
αόριστος | came to |
παθητική μετοχή | come to |
ενεργητική μετοχή | coming to |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
come to (en)
- (χωρίς παθητική φωνή) έρχομαι, περιέρχομαι, περνάω, για ιδέα ή σκέψη, κάτι μου έρχεται στο μυαλό
Πηγές[επεξεργασία]
- come to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 337, 684, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: έρχομαι, προέρχομαι, περνώ