come up with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
come up with (en)
- βρίσκω ή έχω (ιδέα, λύση, απάντηση, κ.λ.π.), καταστρώνω σχέδιο
Πηγές[επεξεργασία]
- come up with - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- come up with - Cambridge Dictionary online