come upon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | come upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes upon |
αόριστος | came upon |
παθητική μετοχή | come upon |
ενεργητική μετοχή | coming upon |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
come upon (en)
- (επίσημο) τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον ή πέφτω πάνω σε κάτι
- ↪ I came upon him in the park.
- Έπεσε πάνω του στο πάρκο.
- ↪ I came upon some old photos.
- Έπεσε πάνω σε κάτι παλιές φωτογραφίες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across
- ↪ I came upon him in the park.
Πηγές[επεξεργασία]
- come upon - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω