conduite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conduite conduites

conduite (fr) θηλυκό

  1. η συμπεριφορά, το φέρσιμο, η διαγωγή
  2. η οδήγηση, το οδήγημα
  3. ο σωλήνας, ο αγωγός

Συγγενικά

[επεξεργασία]