confesseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- confesseur < εκκλησιαστική λατινική confessor
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.fe.sœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
confesseur | confesseurs |
confesseur (fr) αρσενικό
- στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, χριστιανός που δήλωνε ανοιχτά την πίστη του παρά τους διωγμούς
- ο εξομολογητής, ο πνευματικός
- → δείτε τη λέξη aumônier, directeur de conscience