confirmation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
confirmation confirmations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confirmation (en)

  1. έγκριση ενός σχεδίου
  2. επιβεβαίωση
     συνώνυμα: verification
  3. (θρησκεία) χρίσμα



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

confirmation (fr) θηλυκό