connotation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

connotation (en)

  1. λεκτικός συνειρμός
  2. (φιλοσοφία, καθομιλουμένη) η υποδήλωση ενός όρου
  3. ο υπαινιγμός



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
connotation connotations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

connotation (fr) θηλυκό

  1. η συνυποδήλωση, η συνδήλωση
  2. η απόχρωση