conoscenza

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
conoscenza < λατινική cognoscentia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conoscenza conoscenze

conoscenza (it)