constante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
constante | constantes |
constante (fr) θηλυκό
- (μαθηματικά) η σταθερά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
constante (fr)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
constante | constantes |
constante (pt) θηλυκό
- (μαθηματικά) η σταθερά