continuation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- continuation < γαλλική continuation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
continuation | continuations |
continuation (en)
- η συνέχιση, η παραμονή
- ↪ The coach’s continuation with the team next year is considered unlikely.
- Η παραμονή του προπονητή στην ομάδα τον επόμενο χρόνο θεωρείται απίθανη.
- ↪ The coach’s continuation with the team next year is considered unlikely.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- continuation < λατινική continuatio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.ti.nɥa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
continuation | continuations |
continuation (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- bonne continuation ! - καλή συνέχεια! (λέγεται σαν ευχή, όταν δύο άτομα αποχωρίζονται)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη continuer