coopérante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

coopérante < coopérer
coopérante < αγγλική cooperative

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
coopérante coopérantes

coopérante (fr) αρσενικό

  • (γενικότερα) τεχνικός ή εκπαιδευτικός προηγμένου κράτους που πηγαίνει σε άλλα κράτη για να συμβάλει στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή τους

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  coopérer