coopération

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
coopération coopérations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coopération (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  coopérer