coop up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | coop up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coops up |
αόριστος | cooped up |
παθητική μετοχή | cooped up |
ενεργητική μετοχή | cooping up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
coop up (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) στριμώχνω, φυλακίζω, μαντρώνω, κρατώ ένα άτομο ή ένα ζώο μέσα σε ένα κτίριο ή σε ένα μικρό χώρο
- ↪ I feel cooped up in this tiny room.
- Νιώθω στριμωγμένος σ' αυτό το δωματιάκι.
- ↪ I feel cooped up in here.
- Νιώθω φυλακισμένος εδώ μέσα.
- ↪ He cooped up his wife at home./He cooped his wife up at home.
- Έχει μαντρώσει τη γυναίκα του στο σπίτι.
- ↪ I feel cooped up in this tiny room.