cottage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cottage < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cottage cottages

cottage (en)

  1. αγροικία
  2. εξοχικό
  3. (ΗΒ) (αργκό) δημόσια ουρητήρια