couille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
couille | couilles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
couille (fr) θηλυκό
- το αρχίδι, τα αχαμνά
- (μεταφορικά) το πρόβλημα, το μπέρδεμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir des couilles / avoir des couilles au cul: έχω θάρρος, κουράγιο
- casser les couilles à quelqu'un: « σπάω τ' αρχίδια κάποιου », τον εκνευρίζω
- couille molle: δειλός, φοβιτσιάρης
- partir en couille / partir en couilles: σπάω τα μούτρα μου, χαλώ