coup d'œil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coup d'œil → δείτε τις λέξεις coup και œil

Έκφραση

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
coup d'œil coups d'œil

coup d'œil (fr) αρσενικό