couple with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | couple with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | couples with |
αόριστος | coupled with |
παθητική μετοχή | coupled with |
ενεργητική μετοχή | coupling with |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]couple with (en)
- συνοδεύω, για ένα πράγμα, κατάσταση κτλ. που συνδέεται με άλλο πράγμα, κατάσταση κτλ.
- ↪ When poverty is coupled with a lack of education…
- Όταν η φτώχεια συνοδεύεται από αμορφωσιά…
- ↪ When poverty is coupled with a lack of education…