cover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cover | covers |
cover (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | covers |
αόριστος | covered |
παθητική μετοχή | covered |
ενεργητική μετοχή | covering |
cover (en)
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, σκεπάζω, τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι για να το κρύψω, να το προστατέψω ή να το διακοσμήσω
- ↪ She covered her face with her hands.
- Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της.
- ↪ The floor is covered with carpets.
- Το δάπεδο καλύπτεται με χαλιά.
- ↪ He covered her with his body (for protection).
- Την κάλυψε με το σώμα του (για προστασία).
- ↪ They covered the floor in newspapers to paint the walls.
- Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους.
- ↪ They covered the tomb with flowers.
- Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια.
- ↪ We need to cover the well.
- Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι.
- ↪ She covered her face with her hands.
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, απλώνομαι στην επιφάνεια κάτι
- (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, βάζω ή απλώνω ένα στρώμα υγρού, σκόνης κτλ. σε κάποιον ή κάτι
- ↪ They covered the yard with sand.
- Έστρωσαν την αυλή με άμμο.
- ↪ They covered the yard with sand.
- ζευγαρώνω (για ζώα)
- διασκευάζω (τραγούδι)