cover

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cover covers

cover (en)

  1. το κάλυμμα
  2. το καπάκι
    the cover of a pot - το καπάκι μιας κατσαρόλας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
  3. το εξώφυλλο
  4. η κάλυψη
  5. η διασκευή τραγουδιού

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cover
γ΄ ενικό ενεστώτα covers
αόριστος covered
παθητική μετοχή covered
ενεργητική μετοχή covering

cover (en)

  1. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, σκεπάζω, τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι για να το κρύψω, να το προστατέψω ή να το διακοσμήσω
    She covered her face with her hands.
    Κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της.
    The floor is covered with carpets.
    Το δάπεδο καλύπτεται με χαλιά.
    He covered her with his body (for protection).
    Την κάλυψε με το σώμα του (για προστασία).
    They covered the floor in newspapers to paint the walls.
    Έστρωσαν στο πάτωμα εφημερίδες για να βάψουν τους τοίχους.
    They covered the tomb with flowers.
    Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια.
    We need to cover the well.
    Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι.
  2. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, απλώνομαι στην επιφάνεια κάτι
    The snow covered everything.
    Το χιόνι κάλυψε τα πάντα.
    His face was covered with red spots.
    Το πρόσωπό του καλύφθηκε από κοκκινίλες.
    The floor was covered with newspapers.
    Το πάτωμα ήταν στρωμένο με εφημερίδες.
     συνώνυμα:  coat, litter, pave, spread και strew
  3. (μεταβατικό) καλύπτω, στρώνω, βάζω ή απλώνω ένα στρώμα υγρού, σκόνης κτλ. σε κάποιον ή κάτι
    They covered the yard with sand.
    Έστρωσαν την αυλή με άμμο.
  4. ζευγαρώνω (για ζώα)
  5. διασκευάζω (τραγούδι)

Πηγές[επεξεργασία]