cow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cow cows

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cow (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) αγελάδα
  2. βουβάλα
  3. ελεφαντίνα