croquet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

croquet (en)

  1. (παιχνίδι) κροκέ (το παιχνίδι, βολή σε αυτό το παιχνίδι)
  2. η κροκέτα



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. croquet < croquer
  2. croquet < (άμεσο δάνειο) αγγλική croquet < μέση γαλλική croquet, απότομο χτύπημα < croquer, χτυπώ
  3. croquet, παραλλαγή του crochet

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʁɔ.kɛ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
croquet croquets

croquet (fr) αρσενικό

  1. λεπτό τραγανό μπισκότο με αμύγδαλα
     συνώνυμα: croquant
  2. το παιχνίδι κροκέ
  3. μικρό διακοσμητικό γαλόνι με σχήματα κυμάτων, που χρησιμοποιείται στη ραπτική