cutting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cutting (en)
- το κόψιμο (η ενέργεια)
- κάτι που κόπηκε από ένα σύνολο, απόκομμα, απόσπασμα
- τμήμα ενός φυτού που κόβεται για τον πολλαπλασιασμό του με καταβολάδες
- το μοντάζ μιας ταινίας
- ένα στενό πέρασμα που διανοίχτηκε για να περάσει ένας δρόμος
Επίθετο[επεξεργασία]
cutting (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
cutting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του cut