cyklista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | cyklista | cykliści |
γενική (dopełniacz) | cyklisty | cyklistów |
δοτική (celownik) | cykliście | cyklistom |
αιτιατική (biernik) | cyklistę | cyklistów |
οργανική (narzędnik) | cyklistą | cyklistami |
τοπική (miejscownik) | cykliście | cyklistach |
κλητική (wołacz) | cyklisto | cykliści |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cyklista (pl) αρσενικό
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cyklista (cs) αρσενικό