część

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική część części
γενική części części
δοτική części częściom
αιτιατική część części
οργανική częścią częściami
τοπική części częściach
κλητική części części

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡ʃ̑ɛ̃w̃ɕʨ̑/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

część (pl) θηλυκό

  1. το μέρος, το τμήμα
  2. το εξάρτημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]