dáma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dáma (cs) θηλυκό
- η κυρία (ευγενής χαρακτηρισμός για γυναίκα)
- η ντάμα
- το παιχνίδι με τα πούλια
- το τραπουλόχαρτο
- η βασίλισσα στο σκάκι
Φεροϊκά (fo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dáma (fo)