déchéance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
déchéance déchéances

Ετυμολογία [επεξεργασία]

déchéance < déchoir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

déchéance (fr) θηλυκό

  1. η πτώση, ο ξεπεσμός, η κατάντια
     συνώνυμα: chute, décadence, déclin, disgrâce
  2. (νομικός όρος) η απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας λειτουργίας, αποτέλεσμα μιας κύρωσης