déduction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

déduction < λατινική deductio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.dyk.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
déduction déductions

déduction (fr) θηλυκό

  1. η αφαίρεση
  2. η επαγωγή
  3. η συνεπαγωγή
  4. (λογική) η παραγωγή
  5. η απαγωγή

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη déduire