démagogie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ma.ɡɔ.ʒi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
démagogie démagogies

démagogie (fr) θηλυκό