dahlia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dahlia (en)

  1. (φυτό) η ντάλια



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dahlia dahlias

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dahlia (fr) θηλυκό

  1. (φυτό) η ντάλια



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dahlia (it)

  1. η ντάλια