dame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Dame

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dame dames

dame (fr) θηλυκό

  1. η κυρία
  2. συσκευή για το κοπάνισμα του εδάφους



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dame θηλυκό

  1. η κυρία