deliberate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός deliberate
συγκριτικός more deliberate
υπερθετικός most deliberate

deliberate (en)

  1. εσκεμμένος, ηθελημένος
    What happened here was deliberate.
    Αυτό που έγινε εδώ ήταν ηθελημένο.
     συνώνυμα: intentional
  2. αργός και προσεχτικός, για μια κίνηση ή μια ενέργεια που γίνεται αργά και προσεκτικά
    They spoke in a deliberate manner.
    Μίλησαν με αργός και προσεχτικός τρόπος.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας deliberate
γ΄ ενικό ενεστώτα deliberates
αόριστος deliberated
παθητική μετοχή deliberated
ενεργητική μετοχή deliberating

deliberate (en)

Πηγές[επεξεργασία]