denounce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας denounce
γ΄ ενικό ενεστώτα denounces
αόριστος denounced
παθητική μετοχή denounced
ενεργητική μετοχή denouncing

Ρήμα[επεξεργασία]

denounce (en)

  1. καταγγέλλω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize
  2. αποκηρύσσω

Πηγές[επεξεργασία]