dentelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dentelle | dentelles |
dentelle (fr) θηλυκό
- η δαντέλα
ενικός | πληθυντικός |
dentelle | dentelles |
dentelle (fr) θηλυκό