department

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
department departments

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

department (en)

  • το τμήμα, το υπουργείο
    ※  The project is completed and the implemented intranet interconnects more than 200 departments of the Ministry throughout Greece. [1]
    Το πρόγραμμα έχει ολοκληρωθεί και το υλοποιημένο ενδοδίκτυο διασυνδέει πάνω από 200 τμήματα του Υπουργείου σε όλη την Ελλάδα. [2]
    the State Department - το Υπουργείο Εξωτερικών

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]