despotisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
despotisme < despote
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
despotisme (fr) /dɛs.pɔ.tizm/ αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
despotisme (ca)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
despotisme (nl)