destination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
destination destinations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

destination (en)

  • ο προορισμός
    Tourists have loved Greece as a destination in the summer.
    Οι τουρίστες έχουν αγαπήσει την Ελλάδα σαν προορισμό το καλοκαίρι.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
destination destinations

destination (fr) θηλυκό