development
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
development | developments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]development (en)
- (συνήθως πληθυντικός) η εξέλιξη, ένα νέο γεγονός ή στάδιο που είναι πιθανό να επηρεάσει αυτό που συμβαίνει σε μια τρέχουσα κατάσταση
- ↪ Developments took an unexpectedly favorable turn.
- Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
- ↪ Developments took an unexpectedly favorable turn.
- η ανάπτυξη