devote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας devote
γ΄ ενικό ενεστώτα devotes
αόριστος devoted
παθητική μετοχή devoted
ενεργητική μετοχή devoting

Ρήμα[επεξεργασία]

devote (en)

  1. αφιερώνω
  2. αφοσιώνομαι