difficulté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /di.fi.kyl.te/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
difficulté difficultés

difficulté (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]