dilution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dilution < λατινική dilutio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dilution dilutions

dilution (fr) θηλυκό

  1. η διάλυση
  2. το διάλυμα
  3. η αραίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]