discounter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

discounter < (άμεσο δάνειο) αγγλική to discount (κάνω έκπτωση, μειώνω την τιμή)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dis.kun.tœʁ ή dis.kaun.tœʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
discounter discounters

discounter (fr) και discounteur

Συνώνυμα[επεξεργασία]