disjoint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

disjoint (en)

  1. ασύνδετος
  2. (θεωρία συνόλων) ξένος, για σύνολα που δεν έχουν μεταξύ τους κοινά στοιχεία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • disjoint στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια