disposer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]disposer (fr)
- διαρθρώνω, βάζω κάτι σε μια ορισμένη τάξη
- (+ quelqu'un à...): προδιαθέτω κάποιον ψυχολογικά για κάτι
- υποχρεώνω κάποιον, τον βάζω να κάνει κάτι
- διαθέτω : "Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε με τα μέσα που διαθέτουμε"
- (pronominal: αντωνυμικό) ετοιμάζομαι να κάνω κάτι