dissolve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dissolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dissolves |
αόριστος | dissolved |
παθητική μετοχή | dissolved |
ενεργητική μετοχή | dissolving |
dissolve (en)