diurétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

diurétique < μεσαιωνική λατινική diureticus < αρχαία ελληνική διουρητικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /djy.ʁe.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
diurétique diurétiques

diurétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διουρητικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
diurétique diurétiques

diurétique (fr) αρσενικό

  1. το διουρητικό

Συγγενικά[επεξεργασία]