dno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

dno < πρωτοσλαβική: *dъno

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dnɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dno (pl) ουδέτερο

  1. ο πάτος, το κάτω μέρος αντικειμένου
  2. ο βυθός, ο πυθμένας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

dno < πρωτοσλαβική: *dъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dno (sk) ουδέτερο

  1. ο πάτος, το κάτω μέρος αντικειμένου
  2. ο βυθός, ο πυθμένας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

dno < πρωτοσλαβική: *dъno

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dno (cs) ουδέτερο

  1. ο πάτος, το κάτω μέρος αντικειμένου
  2. ο βυθός, ο πυθμένας