dobra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dobra (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα αγαθά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το νόμισμα ντόμπρα
Επίρρημα[επεξεργασία]
dobra (pl)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
dobra (pl)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του dobry