doe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
doe does

doe (en)

  1. η ελαφίνα
  2. η κουνέλα
  3. η λαγουδίνα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • (ελαφίνα) hind

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Η λέξη χρησιμοποιείται για το θηλυκό διάφορων ζώων πέρα από τα παραπάνω· δείτε τον κατάλογο εδώ (στα αγγλικά).