domates
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- domates < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική طوماتس (domates) < νέα ελληνική ντομάτες, πληθυντικού του ντομάτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
domates (tr)